Έρικ

Έρικ
(Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933-935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε και εξόντωσε πολλούς από αυτούς, γεγονός στο οποίο οφείλεται η ονομασία του και το μίσος των υπηκόων του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μετά την επιστροφή του αδελφού του Αρόλδου από την Αγγλία. Ανακηρύχθηκε βασιλιάς στο Νορθάμπερλαντ, αλλά σκοτώθηκε αργότερα σε κάποια μάχη (954). 2. Έ. οΝικητής (; – 994). Βασιλιάς της Σουηδίας (; - 994). Αρχικά βασίλευσε μαζί με τον αδελφό του Όλαφ, αλλά μετά τον θάνατό του δέχτηκε την επίθεση του ανιψιού του, γιου του, Όλαφ, που ενισχύθηκε από Δανούς συμμάχους. Ο Έ. τον νίκησε και τον σκότωσε σε μάχη κοντά στην Ουψάλα, κατόρθωμα στο οποίο οφείλεται η επωνυμία του. Στη συνέχεια έγινε κυρίαρχος της Δανίας και κυβέρνησε τις δύο χώρες έως τον θάνατό του. 3. Έ. A’ ή ο Πάντοτε καλός (1056; – Κύπρος 1103). Βασιλιάς της Δανίας (1095-1103). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Σβεν Έστριντσον και διάδοχος του αδελφού του Όλαφ Χούνγκερ. Καταπολέμησε την πειρατεία και ανόρθωσε τη χώρα από τις καταστροφές του λιμού. Πέθανε στη διάρκεια ταξιδιού του στους Άγιους Τόπους. 4. Έ. B’ ή ο Αλησμόνητος (; – 1137). Βασιλιάς της Δανίας (1131-37). Ήταν γιος του προηγούμενου (βλ. 3.). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον ετεροθαλή αδελφό του Κνουτ Λάβαρντ, που δολοφονήθηκε από τον σφετεριστή Μάγκνους, εναντίον του οποίου αναγκάστηκε να πολεμήσει. Όταν γύρισε από τη Νορβηγία, όπου είχε καταφύγει το 1133, εξόπλισε 300 Γερμανούς ιππότες και νίκησε τον Μάγκνους στην αιματηρή μάχη του Σκένορ (1134). Αναγνωρίστηκε ομόφωνα βασιλιάς, εφαρμόζοντας σκληρή πολιτική και επιβάλλοντας τον χριστιανισμό στους κατοίκους της Ρίγκεν. Πέθανε κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των χωρικών. 5. Έ. Γ’ ή το Πρόβατο (; – 1146). Βασιλιάς της Δανίας (1137-46). Ήταν εγγονός του Έρικ A’ (βλ. 3.). Ήταν από τη φύση του αδύναμος χαρακτήρας, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η επωνυμία του. Εξαντλημένος μετά τον τριετή πόλεμο εναντίον του εξαδέλφου του, Όλαφ, δεν μπόρεσε να υπερασπίσει το βασίλειό του κατά την έφοδο των Βένδων. Αυτή η αδυναμία του τον ανάγκασε να παραιτηθεί το 1146 και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, όπου πέθανε τον ίδιο χρόνο. 6. Έ. ο Άγιος (; – 1160). Βασιλιάς της Σουηδίας (1156-60) και ιδρυτής της δυναστείας των Έ. Πολέμησε εναντίον των Φιλανδών για να τους εκχριστιανίσει, υποστήριξε την Εκκλησία και θέσπισε νόμους για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των παντρεμένων γυναικών. Η χώρα του δέχτηκε την επίθεση του Δανού πρίγκιπα Μάγκνους Χένρικσον –ο οποίος διεκδικούσε τα δικαιώματα του θρόνου– με αποτέλεσμα να πεθάνει ο Έ. στη διάρκεια της πολιορκίας της Ουψάλα (1160). Αν και δεν ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος, η μνήμη του γιορτάζεται σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες στις 18 Μαΐου, ημερομηνία του θανάτου του. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους εθνικούς ήρωες της Σουηδίας. 7. Έ. Δ’ (1216 – 1250). Βασιλιάς της Δανίας (1241-50). Ήταν γιος και διάδοχος του Βαλντεμάρ B’. Από το 1246 αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον του αδελφού του, δούκα του Άμπελ, που σφετεριζόταν την εξουσία. Ο εμφύλιος αυτός πόλεμος ανάγκασε τον Έ. Δ’ να επιβάλει φορολογία στους ιδιοκτήτες των αρότρων, γεγονός στο οποίο οφείλεται η ονομασία του οβολός των αρότρων. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τον Άμπελ (1250). 8. Έ. E’ ή ο Αλλήθωρος (1249; – 1286). Βασιλιάς της Δανίας (1259-86). Γιος και διάδοχος του Χριστόφορου A’, αναγκάστηκε να υποστεί την επιρροή της αντιβασίλισσας Μαργαρίτας, επειδή ήταν ανήλικος. Ήρθε σε σύγκρουση με τον κλήρο και τους ευγενείς· επειδή όμως δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει την ομαλότητα, κάλεσε σε συνέλευση τη Δίαιτα των επιλέκτων του βασιλείου (1282). Τότε πραγματοποιήθηκε η σύνταξη χάρτας, που για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε το σύνταγμα της χώρας. Το 1285 φυλάκισε τον δούκα Βαλντεμάρ, που διεκδικούσε το νησί Αλς και ένα τμήμα της Γιουτλάνδης. Έπειτα από αυτή την αντίδραση του βασιλιά εναντίον των ευγενών, δολοφονήθηκε από συνωμότες (1286). 9. Έ. ΣΤ’ (1274 – 1319). Βασιλιάς της Δανίας (1286-1319). Ήταν γιος και διάδοχος του προηγούμενου. Ήρθε σε ρήξη με τον αρχιεπίσκοπο Γιενς Γκραντ, ο οποίος έβλεπε με συμπάθεια τους δολοφόνους του πατέρα του, και τον φυλάκισε (1294). Ο πάπας Βονιφάτιος H’ έθεσε το βασίλειο σε απαγόρευση, πράγμα που ανάγκασε τον Έ. ΣΤ’ να ζητήσει τη συγγνώμη του (1303). Ηττήθηκε από τους Νορβηγούς, αλλά αργότερα νίκησε τους Σουηδούς και το 1309 έγινε στην Κοπεγχάγη ειρήνη ανάμεσα στις τρεις χώρες. Εκμεταλλεύτηκε τις φιλονικίες των ηγεμόνων της Βαλτικής και επιχείρησε την κατάληψη ορισμένων γερμανικών πόλεων, μεταξύ των οποίων και του Λίμπεκ. Αλλά οι κατακτήσεις του ήταν πρόσκαιρες και αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει εξεγέρσεις των χωρικών (1313), τις οποίες αντιμετώπισε με δυσκολία. Εξαντλημένος από τους συνεχείς πολέμους, αναγκάστηκε να παραχωρήσει εδάφη του βασιλείου του σε ξένους ηγεμόνες καθώς και μέρος των βασιλικών κτημάτων στους ευγενείς της Δανίας. Έτσι άρχισε στη διάρκεια της βασιλείας του ο διαμελισμός της Δανίας. Έχασε όλα του τα παιδιά και πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο στον θρόνο. 10. Έ. Μάγκνουσον, «ο μισών τον κλήρον» (1268 – 1299). Βασιλιάς της Νορβηγίας (1280-99). Ήταν γιος του Μάγκνους και της Δανέζας πριγκίπισσας Ίνγκεμποργκ, από την οποία επιτροπευόταν στην περίοδο της ανηλικιότητάς του. Αδύναμος χαρακτήρας, όπως αποδείχθηκε, ο Έ. δέχτηκε την επιρροή της μητέρας του, των συμβούλων και του αδελφού του, Χάκον, και έγινε η αφορμή σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στους κηδεμόνες του και στον κλήρο, γεγονός που εξηγεί την επωνυμία του. Αγωνίστηκε χωρίς επιτυχία εναντίον της Χανσεατικής Ένωσης, η οποία τελικά επιβλήθηκε στη χώρα. 11. Έ. Μάγκνουσον (1339 – 1359). Βασιλιάς της Σουηδίας (1356-59). Ήταν πρωτότοκος γιος του Μάγκνους Έρικσον. Αναγνωρίστηκε ως διάδοχος της Σουηδίας, ενώ ο αδελφός του, Χάκον, αναγνωριζόταν ταυτόχρονα διάδοχος της Νορβηγίας (1344). Μετά την άνοδο του Χάκον στον νορβηγικό θρόνο, ο Έ. με την υποστήριξη των ερυθρών του πατέρα του κατέλαβε το στέμμα της Σουηδίας και πολέμησε εναντίον του ίδιου του του πατέρα, ο οποίος στο μεταξύ είχε ζητήσει τη βοήθεια του άλλου γιου του, Χάκον. Πέθανε την ίδια ημέρα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, στη διάρκεια μεγάλης επιδημίας πανούκλας που μάστιζε τη χώρα. 12. Έ. Z’ ή της Πομερανίας (1382 – 1459). Βασιλιάς της Δανίας, της Σουηδίας (1396-1439) και της Νορβηγίας (1389-1442). Ήταν γιος του δούκα της Πομερανίας. Ανέβηκε στον βασιλικό θρόνο της Νορβηγίας το 1389 με την υποστήριξη της θείας του, Μαργαρίτας της Δανίας, στη συνέχεια ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σουηδίας και της Δανίας (1396) και τον επόμενο χρόνο στέφθηκε από τη Δίαιτα του Κάλμαρ βασιλιάς των τριών χωρών, οι οποίες πλέον συγχωνεύθηκαν. Ουσιαστικά κυβέρνησε μετά τον θάνατο της Μαργαρίτας (1412), εφαρμόζοντας αυστηρές διοικητικές μεθόδους, που δυσαρέστησαν τους Σουηδούς. Η βαριά φορολογία των υπηκόων του είχε ως αποτέλεσμα την εξέγερση του λαού και την αξίωση για εθνική διοίκηση. Ανίσχυρος, ο Έ. Ζ’ αποσύρθηκε στην Γκότλαντ και αρνήθηκε κάθε συνεννόηση· καθαιρέθηκε αρχικά από Δανούς και Σουηδούς αντιπροσώπους (1439) και στη συνέχεια από τους Νορβηγούς (1442). Μετά την επίθεση που δέχτηκε από τον Καρλ Κνούτσον, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την Γκότλαντ στην Πομερανία (1449). Έκανε την Κοπεγχάγη πρωτεύουσα της Δανίας και πήρε την άδεια από τον πάπα να ιδρύσει στην πόλη αυτή πανεπιστήμιο. 13. Έ. ΙΔ’ (1533 – 1577). Βασιλιάς της Σουηδίας (1560-68). Ήταν γιος του Γουσταύου Βάζα και της Αικατερίνης του Σαξ-Λάουενμπουργκ. Εξαιρετικά μορφωμένος, περιστοιχιζόταν από πρόσωπα που μόλις είχαν ανέλθει στην τάξη των ευγενών. Περιόρισε τα δικαιώματα που προσέφερε στους αδελφούς του η διαθήκη του πατέρα του, ενισχύοντας έτσι τη βασιλική εξουσία. Έριξε στη φυλακή τον αδελφό του, Ιωάννη, ο οποίος είχε παντρευτεί την καθολική Αικατερίνη Γιαγκελόν (1563). Η Δανία, η Πολωνία και το Λίμπεκ συμμάχησαν εναντίον του, γεγονός που αποτέλεσε την έναρξη του Επταετούς πολέμου (1563-70), στη διάρκεια του οποίου σημείωσε επιτυχίες σε βάρος των Δανών. Προσεβλήθη όμως από κρίσεις παραφροσύνης, οργάνωσε δολοφονίες εναντίον ευγενών και μελών της ίδιας του της οικογένειας και έστεψε βασίλισσα την ερωμένη του, Κάριν Μανσντέτερ (1568). Αυτοί οι παραλογισμοί προκάλεσαν την εξέγερση των ευγενών, οι οποίοι με αρχηγό τον αδελφό του, Ιωάννη, προχώρησαν στην καθαίρεση και στη φυλάκισή του. Έζησε γράφοντας στη φυλακή μέχρι τον θάνατό του, που προήλθε από δηλητηρίαση. Ο βασιλιάς της Σουηδίας Έρικ ΙΔ’, σε νόμισμα. Ο βασιλιάς της Σουηδίας Έρικ Ε’ ο Άγιος, σε υαλογράφημα του 12ου αι. (Καθεδρικός ναός της Ουψάλα, Σουηδία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Κλάπτον, Έρικ — (Eric Clapton, Ρίπλεϊ, Αγγλία 1945 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου κιθαρίστα, συνθέτη και τραγουδιστή Έρικ Πάτρικ Κλαπ. Από τους πιο προικισμένους λευκούς Βρετανούς κιθαρίστες των μπλουζ, ο Κ. επηρεάστηκε –όπως χιλιάδες νεαροί Άγγλοι της… …   Dictionary of Greek

  • Κάρλφελτ, Έρικ Άξελ — (Erik Axel Karlfeldt, Φολκέρνα 1864 – Στοκχόλμη 1931). Σουηδός ποιητής. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ουψάλα και παράλληλα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Τραγούδια του έρωτα και τουλόγγου (1895),… …   Dictionary of Greek

  • Κόρνελ, Έρικ — (Eric A. Cornell, Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1961 –). Αμερικανός φυσικός. Πήρε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Το 1990, αφού έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στον τομέα της ατομικής φυσικής από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ΜΙΤ,… …   Dictionary of Greek

  • Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… …   Dictionary of Greek

  • Χέκελ, ‘Ερικ — (Heckel, 1883 – 1960). Γερμανός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Εργάστηκε αρχικά στο εργαστήρι του ονομαστού αρχιτέκτονα της εποχής Ου. Κράις. Από το 1907 αφιερώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Εμπρεσιονιστικών τάσεων ηγήθηκε ζωγραφικής σχολής στη… …   Dictionary of Greek

  • Γέιγερ, Έρικ Γκούσταφ — (Erik Gustav Geijer, Ρανσέτερ 1783 – Στοκχόλμη 1847). Σουηδός ιστορικός, φιλόσοφος, ποιητής και πολιτικός. Αφοσιώθηκε σε ηθικοφιλοσοφικές μελέτες και δημοσίευσε πολυάριθμα δοκίμια, μεταξύ των οποίων τα Ο αληθινός και ο ψεύτικος διαφωτισμός κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ζίμαν, Έρικ Κρίστοφερ — (Erik Christopher Zeeman, Χόρσαμ, Σάσεξ 1925 –). Βρετανός μαθηματικός, δανέζικης καταγωγής. Σπούδασε στο κολέγιο Christ’s του Κέιμπριτζ και πήρε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Συνέχισε τη διετία 1954 55 στο… …   Dictionary of Greek

  • Κάντελ, Έρικ — (Eric Kandel, Βιέννη 1929 –). Αμερικανός ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Χάρβαρντ της Βοστόνης. Δίδαξε ως καθηγητής στο τμήμα ψυχολογίας… …   Dictionary of Greek

  • Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”